- ἱλαρῶ
- ἱλαρόςcheerfulmasc/neut gen sg (doric aeolic)ἱλαρόωgladdenpres subj act 1st sgἱλαρόωgladdenpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλαρώ — ἱλαρῶ, όω (Α) [ιλαρός] κάνω κάτι ιλαρό, φαιδρύνω κάτι … Dictionary of Greek
ἱλαρῷ — ἱλαρός cheerful masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρώνω — 1. γαληνεύω, ηρεμώ 2. έχω τάση για ύπνο, νυστάζω 3. αποκοιμιέμαι, βυθίζομαι στον ύπνο 4. (μτβ.) κοιτάζω με τρυφερότητα, γλυκοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιλαρώνω < μτγν. ιλαρώ «χαροποιώ, φαιδρύνω»] … Dictionary of Greek
εξηγορία — ἐξηγορία, η (Α) [εξηγορώ] 1. κραυγή, εκφώνηση («εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ», ΠΔ) 2. ομολογία, εξομολόγηση 3. υπόσχεση … Dictionary of Greek
εξιλαρώ — ἐξιλαρῶ, όω (Α) καθιστώ κάτι ιλαρό, ευχάριστο («ταῡτα δ οὕτως εὔφραίνε καὶ ἐξιλάρου τοὺς παρόντας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλαρώ (< ιλαρός)] … Dictionary of Greek
ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 … Dictionary of Greek